- παντατίφ
- τοκόσμημα που κρεμιέται από τον λαιμό, συν. με λεπτή αλυσίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pendentif < λατ. pendens, μτχ. τού pendeo «κρέμομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παντατίφ το — (λ. γαλλ.), το κόσμημα που φοριέται στο λαιμό: Αγόρασα στη νύφη μου δώρο ένα παντατίφ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίμα — (Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek